Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Μιά μέρα μαζί σου

Αν είχα άλλη μια μέρα μαζί σου,
θα σ έπαιρνα με τ αυτοκίνητο
να κάνουμε μια μεγάλη βόλτα.

Θα πηγαίναμε στου Φιλοπάππου
εκεί, στα πέτρινα δρομάκια,
να τρέξουμε
και να χαθούμε.
Ανάμεσα στα δέντρα.

Και θα ξαπλώναμε πάνω στα λουλούδια
και δεν θα μας ένοιαζε κανένας και τίποτα.
Και μετά θα βρίσκαμε
ένα παγκάκι να αγκαλιάσουμε,
να φάμε τον ήλιο με το κουτάλι.
Να χορτάσουμε.
Μέχρι να σκοτεινιάσει.

Αν είχα άλλη μια μέρα μαζί σου
θα σου αγόραζα ένα μεγάλο παγωτό φράουλα
και θα καθόμασταν εκεί μπροστά απ το σπίτι σου
στο μεγάλο σκαλοπάτι.
Να χαζεύουμε τους περαστικούς
και τις στριμμένες γειτόνισσες.
Και θα γελάγαμε με τα αστεία ρούχα τους
και τα μουντά τους πρόσωπα
τα τόσο αγχωμένα.

Αν είχα άλλη μια μέρα μαζί σου
θα σ' έφερνα να κάτσουμε στο δωματιάκι.
Σ εκείνο, με την μπλε ζωγραφισμένη πόρτα.
Να απλώσουμε τις μπογιές μας πάνω στο τραπέζι
και να δοκιμάσουμε να πνίξουμε τον κόσμο στο χρώμα.
Και μετά, θα σε κοίταζα και θα με κοίταζες
όλο το βράδυ.
Και δεν θα μιλούσαμε
μέχρι να μας πάρει ο ύπνος
δίπλα στη σόμπα.

Αν είχα άλλη μια μέρα μαζί σου
θα ταν όλα τόσο όμορφα.
Τόσο υπέροχα όμορφα

Και δεν θα θελα τίποτα άλλο πια.
Τίποτα.

Ίσως μόνο,
άλλη μιά μέρα.

Μαζί σου.



Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ταξιδιώτης

Τι άλλο να κάνω πια εδώ.
Στο ίδιο παράθυρο, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια σελίδα.
Με την ίδια πένα.
Οι λέξεις με ξανασυναντούν σαν παλιές αγαπημένες στο ίδιο λευκό τοπίο.
Διαμάντια που δεν γυαλίζουν πια.
Το μελάνι μου βάλτωσε κι εγώ έχω σκουριάσει σ αυτήν την παλιά καρέκλα.
Μου φωνάζει τρίζοντας κάθε μέρα πως δεν μ αντέχει πια. 
Ούτε κι εγώ με αντέχω.
Πρέπει να βγω έξω. 
Να κυλήσω. 
Να βρω την λάμψη, την περιπέτεια, τον λόγο.
Να πιω το πράσινο απ τα μεγάλα λιβάδια,
Να αγγίξω κρυστάλλινα νερά από χαμένες θάλασσες,
Να ακούσω άγνωστα χαμόγελα
Και να με ζεστάνουν χέρια που ποτέ δεν γνώρισα. 
Εκεί θέλω να πάω.
Χωρίς μολύβι και χαρτί, χωρίς ονόματα, χωρίς πρέπει. 
Όλα να γράψουν στο μυαλό. Χωρίς φόβο. 
Ότι αξίζει άλλωστε ποτέ δεν σβήνει.
Να τριγυρίζω όλη τη μέρα και να με παίρνει ο ύπνος τα βράδια
Εκεί. 
Όπου η τύχη μου ορίσει.
Στην κοίτη ενός ποταμού, σ ένα παλιό ξενοδοχείο η στο παγκάκι μιας πλατείας.
Δεν έχει σημασία ο προορισμός.
Σημασία έχει το ταξίδι και το ταξίδι είναι εκεί έξω και περιμένει.
Θα φύγω το αποφάσισα.
Οι λευκές μου ημέρες με προστάζουν.
Δεν μπορώ να μαζέψω σύννεφα πια, πρέπει να βγω έξω να τα κυνηγήσω. 
Ένα ταξίδι χιλίων μιλίων ξεκινά μ ένα απλό βήμα λένε.
Το απλό όμως είναι και το πιο δύσκολο
Λέω να κατηφορίσω τον πρώτο δρόμο που θα βρω μπροστά μου
και δεν με νοιάζει που θα βγάλει.
Σε ένα μικρό μονοπάτι ή σε μια πλατιά λεωφόρο. Δεν παίζει ρόλο.
Δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
Είμαι ποιητής εγώ κι ανοίγω χωματόδρομους.
Κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στον καιρό, κόντρα στον θάνατο.
Η ουσία είναι να πηγαίνω μπροστά.
Να γεμίσω παράσημα απ τον ήλιο τη βροχή και τη σκόνη.
Και να χαμογελάω. Σαν να μην υπάρχει αύριο.
Να μιλάω με τους ανθρώπους.
Θα καθόμαστε ολόγυρα σε μεγάλα ξύλινα τραπέζια και θα πίνουμε κρασί. 
Άγνωστος με άγνωστο. 
Και ζαλισμένοι να μου μιλάνε για τα όχι τους τα θέλω και τα γιατί τους.
Να ακούω τις ιστορίες τους τη νύχτα και το πρωί να φεύγω
αφήνοντας πίσω μου το γραφτό τους.
Χωρίς αντίτυπα.
Και να συνεχίζω. Με οποιοδήποτε μέσο με οποιοδήποτε τρόπο.
Στη θάλασσα θέλω να φτάσω να με φιλήσει η αρμύρα στο πρόσωπο.
Να πάρει γεύση αυτή η άνοστη ζωή.
Να τη χρωματίσω με δανεικό μπλέ
Και πρίν χορτάσω να κατέβω στο πρώτο λιμάνι λαθρεπιβάτης μιας εμπειρίας.
Κι εκεί να συμβεί πάλι το ίδιο.
Με τους ίδιους αγνώστους σε άλλο τραπέζι μια τέτοια στιγμή.
Και ξανά πίσω
Σε νέο ταξίδι.
Θέλω να κολυμπήσω όλο τον κόσμο.
Να γίνω ένας εξερευνητής που δεν θα ψάχνει για χώμα αλλά για λέξεις.
Που θα τις φυλάξω ευλαβικά στο πίσω μέρος του μυαλού μου μέχρι να ωριμάσουν. 
Κι ύστερα θα επιστρέψω. Στην καρέκλα που τρίζει.
Δεν θα ναι όμως ποτέ πια η ίδια.
Τίποτα δεν θα ναι.
Ξεκινάω σε λίγο.
Κι αφήνω πίσω μου το μέτριο παίρνοντας στις αποσκευές μου το πιο μικρό.
Το πιο απαραίτητο. 

Εμένα


Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Αποκωδικοποιημένοι

Και συνεχίζουμε απτόητοι.
Χτισμένοι μέσα στα τσιμέντα,
εγκλωβισμένοι πίσω από σίδερα,
πνιγμένοι στα καλώδια.

Κλειδωμένοι πίσω από πόρτες ασφαλείας,
μέσα σε αστραφτερά αυτοκίνητα,  
ζαλισμένοι  μπροστά σε υπολογιστές.

Θαφτήκαμε κάτω από σωρούς χαρτιά,
χαλασμένα συρραπτικά και άδεια δοχεία μελανιών.
Μ αυτά τα όπλα πολεμάμε.
Κάθε μέρα.
Χωρίς στρατηγική.
Με λάθος στόχο.

Είμαστε αυτοί.
Που δεν γνωρίσαμε ποτέ τη μυρωδιά που έχει το χώμα.
Που δεν νοιώσαμε το άγγιγμα της βροχής.
Που δεν ξαποστάσαμε κάτω από ένα δέντρο μέσα στο λιοπύρι.
Που δεν ξέρουμε τι γεύση έχει ο καρπός τη ροδιάς.
Αυτός  που ωρίμασε,
από τον δικό μας ιδρώτα.

Όλα αυτά είναι τόσο έξω από μας.
Μάθαμε στα έτοιμα.
Όλα στο χέρι.
Πιστέψαμε  ότι πάμε μπροστά.
Ότι εξελιχθήκαμε.
Αλλά συναισθηματικά είμαστε ακόμα πρωτόγονοι.

Και συνεχίζουμε απτόητοι
να αναζητάμε την ψυχή μας
σε όλα αυτά τα άψυχα.
Στα τηλεκοντρόλ και στα βύσματα.
Στα λάπτοπ  και στους αποκωδικοποιητές.
Κι έτσι είναι τα χαμόγελά μας πια, δυστυχώς.

Μηχανικά.
Κι αποκωδικοποιημένα.


Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Καθρέφτης

Είσαι ένας γυάλινος καθρέφτης
που όταν μέσα του κοιτάζεις
βλέπεις στα μάτια σου εσένα
και τρομάζεις

Ο αυστηρότερος κριτής σου
σε κάνει πάντα να δακρύζεις
νομίζεις ότι σε μισεί
έτσι νομίζεις

Είναι εκείνος που σου λέει
ποτέ ξανά τα ίδια λάθη
και κάθε μέρα σε ρωτάει
τι έχεις μάθει

Μην τον φοβάσαι κοίταξε τον
και ψάξε μέσα του τις λύσεις   
έχει κρυμμένες να σου δώσει
απαντήσεις
                           
Άκου με πρόσεξε μην σπάσει
γιατί όταν θρύψαλα θα γίνει
τι θα σου μείνει να κοιτάζεις
τι θα μείνει

Χίλια στο πάτωμα κομμάτια
θα είναι τα εγώ σου σκορπισμένα
θα κοροϊδεύουν ότι μοιάζουνε
με σένα

Δεν θα ναι ίδιος και το ξέρεις
γυαλί γυαλί κι αν τον κολλήσεις
δεν θα σαι συ όσο πολύ
κι αν προσπαθήσεις

Για αυτό καλά να τον φυλάξεις
και να του λες τα μυστικά σου
πες του τα πάντα κι άνοιξε του
την καρδιά σου

Να σαι ο γυάλινος καθρέφτης
που όταν μέσα του κοιτάζεις
βλέπεις στα μάτια σου σε σένα
ότι μοιάζεις


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Μικρές χαμένες παρενθέσεις

Κι έπιασε κρύο.
Καιρός για δύο.
Έτσι λένε.
Nα βρεις κάποιον
να σπάσετε στα δύο την σιωπή.
Έτσι σου λένε.
Κι εσύ το μόνο που έχεις
είναι εσένα
κι έναν χάλια καιρό.
Και τι να κάνεις?
Τι μπορείς να κάνεις...

Είναι κάτι μέρες
που δεν βρίσκεις δύναμη.
Ούτε κουράγιο.
Κάθεσαι απλά στην καρέκλα σου.
Και σκέφτεσαι
Κρατάς εσένα σιωπηλός
Κι όλο σκέφτεσαι...

Κάτι φιλιά που έλιωσαν στο χρόνο.
Κάτι φίλους που χάθηκαν στο πουθενά.
Κάτι φωνές που έσβησαν στη σιωπή
Κάτι μέρες που δε γύρισαν ποτέ.
Κι έμεινες εσύ
Μέσα στο άδειο σπίτι σου
Μόνο εσύ
Κι ο χειμώνας.

Και τι να κάνεις?
Τι μπορείς να κάνεις?
Κι όλοι σου λένε βγές.
Τρέχα, γέλα, ξέχνα, χάσου.
Κι όλοι σου λένε ξύπνα.
Τρέξε, μίλα, προσπάθησε, ζήσε.
Μα είναι μόνο λόγια. Απλά λόγια...
Που χωρίς ψυχή και κουράγιο, ειν' ένα τίποτα.

Είναι κάτι μέρες που όλες οι λέξεις μοιάζουν λίγες
Είναι κάτι μέρες που όλες οι εικόνες είναι ασπρόμαυρες
Είναι κάτι μέρες που το μόνο που θες είναι να κουρνιάσεις στη γωνιά σου.
Είναι κάτι μέρες που θέλεις να περάσουν χωρίς να βγάλεις κουβέντα.
Χωρίς τηλέφωνα.
Χωρίς μηνύματα.
Χωρίς παρουσίες.
Χωρίς όρεξη.
Κι ας ξέρεις ότι είναι οι μέρες που δεν έζησες.
Οι μέρες που σε άφησαν πίσω τους.
Κι όλο ψάχνεις και ρωτάς.
Τι να φταίει?
Αυτή η πόλη, αυτός ο καιρός, αυτή η μέρα, εσύ?
Τι φταίει?

Πάντα εκεί γυρίζεις.
Στα ερωτηματικά σου.
Κι ας γνωρίζεις τις απαντήσεις από πριν.
Κι ας ξέρεις ότι η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από παρενθέσεις.
Σκόρπιες παρενθέσεις.
Καρφωμένες πάνω σ ένα μεγάλο συννεφιασμένο κείμενο.
Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο δύσκολα τις βρίσκεις.
Και γίνονται όλο πιο μικρές.
Τόσο μικρές.
Έτσι είναι όμως.
Αυτή είναι η ζωή τελικά.
Μικρές χαμένες παρενθέσεις.
Και πρέπει να μάθεις
Να μάθεις να ζεις μέσα τους.
Και να επιβιώνεις απ έξω...



Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Βουτιά στο βυθό

Κι έτσι ξαφνικά.
Ήρθε ξανά και χτύπησε την πόρτα σου.
Σαν παλιός γνωστός που έτσι απλά ήρθε να σε δει.
Σαν άγνωστος που διάλεξε την γωνιά σου για να ξαποστάσει.
Κι εσυ δεν ξέρεις.
Δεν γνωρίζεις πότε θα 'ρθει, αν θα 'ρθει και πόσο θα μείνει.
Ποτέ δεν θα είσαι έτοιμος.

Αλλα για αυτόν δεν έχει σημασία.
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει σημασία.
Γιατί αυτός θα επιλέξει.
Όχι εσύ.
Αυτός θα διαλέξει τον τόπο και τον χρόνο
Όχι εσύ.

Και τι σου μένει?
Σου μένει μόνο να καθίσεις εκεί απέναντι
και να ανοίξεις την πόρτα.
Εύκολα η δύσκολα στο τέλος θα το κάνεις.
Κι αναρωτιέσαι αν τελικά ήθελες να ρθει.
Και θα μπερδεύεσαι. 
Και θα αμφιβάλλεις.
Θα αμφιβάλλεις γιατι θυμάσαι.
Γιατί θυμάσαι...

Το πρώτο σου χαμόγελο που δεν έσβηνε το βράδυ στα μαξιλάρια
Το πρώτο σου άγγιγμα που 'μεινε ανεξίτηλο στα δάχτυλα.
Το πρώτο σου φιλί που έλιωσε στα μάγουλα.
Το πρώτο σου φτερούγισμα στα σύννεφα.
Όλα όσα πήρες μαζί σου στ όνειρο. 
Και φοβάσαι.
Φοβάσαι μην ξυπνήσεις.
Φοβάσαι πόσο πολύ πονάει να τα χάσεις όλα αυτά.
Και θέλεις να φωνάξεις...
Όχι ξανά. Όχι πάλι.
Γιατί δεν ξέρεις αν θα αντέξεις
ακόμα ένα ραντεβού με τους φόβους σου.

Η καρδιά σου όμως ξέρει να πνίγει τις κραυγές.
Ξέρει να σου αδειάζει το μυαλό.
Κι εσύ θα 'σαι απλά μια φωνή.
Μια αδύναμη φωνή.
Ένας ψίθυρος προς την σιωπή.

Το μόνο που ξέρεις είναι
ότι το αντίτιμο της αδιαφορίας είναι η απάθεια.
Και το αντίτιμο της ευτυχίας ο πόνος.
Και τι να διαλέξεις άραγε?
Το τίποτα απ το τίποτα?
Η την κορυφή απ τον βυθό?

Κι αποφασίζεις.
Βουτάς εκεί μέσα πάλι.
Στο βυθό για να πιάσεις την κορυφή.
Γιατί ξέρεις.
Ότι τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς ρίσκο.
Άλλωστε βαρέθηκες.
Παρέα με τον καθρέφτη σου τόσον καιρό
να κοιτάζεστε στα μάτια.
Εσυ στα δικά του τα ψεύτικα
κι αυτός στα αληθινά σου.
Τι όμορφο άλλοθι.
Έλα λοιπόν έρωτα.
Καλωσόρισες.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Κλικ

Τέσσερις το πρωί.
Ο ύπνος πάλι δεν έρχεται και τι να κάνεις.
Κάθεσαι στον υπολογιστή σου και χώνεσαι ανάμεσα σε παλιά αρχεία, 

κείμενα και φωτογραφίες.
Και κολλάς. Κολλάς εκεί όπως συνήθως. Στις φωτογραφίες.
Όλη η ζωή σου σε ένα φάκελο.
Και ανοίγεις και βλέπεις.
Και ψάχνεις και γελάς και θυμάσαι και νοσταλγείς κι αναθεωρείς.
Παλιές αγάπες, η φάτσα σου παιδί, χαμένοι φίλοι.
Όλα τόσο συμπυκνωμένα.
Ένα κλικ στην επόμενη κι αμέσως το μυαλό σου πλημμυρίζει συναισθήματα.
Συναισθήματα και γιατί.
Τόσα χαμόγελα, τόσα αστεία. Τόση αγάπη. Που πήγαν?
Θέλεις κι άλλα. Ανοίγεις ένα νέο φάκελο.
Κι όσο πηγαίνεις προς τα πίσω τόσο ζητάς περισσότερα.
Η Μαρία, ο Βασίλης, η Έλενα, Ο Χρίστος, η Σοφία, ο Αλέξανδρος.
Όλοι μαζί. Τόσο δίπλα και τόσο μακρυά. Ένα δευτερόλεπτο και μια δεκαετία. 

Όλα ένα κλικ.
Και μοιάζουν όλοι τους τόσο αληθινοί.
Τα μάτια τους, τα ρούχα τους, το χαμόγελό τους.
Όλα τόσο χρωματιστά και τόσο ασπρόμαυρα.
Και τόσο σιωπηλά. Κουβέντα δεν παίρνεις.
Αλλά δεν πειράζει. Τι να τα κάνεις τα λόγια.
Μόνο υποσχέσεις σου χουν αφήσει κι ασυνέπειες.
Οι φωτογραφίες όμως σχεδόν ποτέ.
Κάθονται εκεί απέναντι να σου λένε με χίλιες λέξεις τις αλήθειες σου.
Μόνος μαζί τους στο δωμάτιο να τις κοιτάς. 

Να πολεμάς τις στιγμές σου.
Κι έχεις την αίσθηση ότι είναι όλοι εδώ δίπλα.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Τους ακούς όλους να μιλούν, να φωνάζουν, να γελάνε.
Και θυμάσαι μόνο τα όμορφα.
Δεν μπορείς να κρατήσεις κακία σε μια φωτογραφία.
Ούτε σ αυτούς που είναι μέσα.
Είναι τόσες στιγμές τραβηγμένες τυχαία μαζί αλλά δεμένες τόσο όμορφα.
Και την ομορφιά τους την βλέπεις μόνο εσύ.
Γιατί μόνο εσύ ξέρεις τα μυστικά που κρύβονται από πίσω.
Μόνο εσύ ξέρεις τις κρυφές τους ιστορίες.
Την βραδιά της Τσικνοπέμπτης, την εκδρομή στη Δράμα, το πάρτι των γενεθλίων σου.
Είναι η δική σου ιστορία.
Το δικό σου soundrack, που ναί.
Μπορεί να μοιάζει τόσο μικρό μπροστά στις απέραντες μελωδίες του χρόνου,
όμως είναι δικό σου.
Και μόνο δικό σου.
Τα τσιγάρα τελειώνουν.
Ένα τελευταίο άλμπουμ.
Μια τελευταία δόση από τη ζωή σου.
Να ψάχνεις να βρεις γιατί σε τρομάζει το παρόν σου και να βουτάς στο χτες.
Μήπως βρεις το μυστικό.
Μήπως το άφησες κάπου εκεί πίσω κάπου χωμένο ανάμεσα στα κίτρινα φόλντερ
Πόσο ωραία θα ταν να μπορούσες να βουτήξεις μέσα σε ένα από αυτά.
Η έστω σε μία μόνο φωτογραφία.
Να ξαναζήσεις ότι σ έκανε να νιώθεις υπέροχα.
Δεν γίνεται όμως και το ξέρεις.
Δεν μπορείς να διαλέξεις χρόνια.
Δεν μπορείς να διαλέξεις στιγμές.
Όμως μπορείς να κάνεις κάτι άλλο.
Μπορείς να ψάξεις για καινούργιες.
Όσες γίνεται.
Όσες η ζωή και η τύχη σου ορίσουν.
Μια νέα μέρα αρχίζει σήμερα.
Κι είναι γεμάτη κλικ.
Καλημέρα.