Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Αποκωδικοποιημένοι

Και συνεχίζουμε απτόητοι.
Χτισμένοι μέσα στα τσιμέντα,
εγκλωβισμένοι πίσω από σίδερα,
πνιγμένοι στα καλώδια.

Κλειδωμένοι πίσω από πόρτες ασφαλείας,
μέσα σε αστραφτερά αυτοκίνητα,  
ζαλισμένοι  μπροστά σε υπολογιστές.

Θαφτήκαμε κάτω από σωρούς χαρτιά,
χαλασμένα συρραπτικά και άδεια δοχεία μελανιών.
Μ αυτά τα όπλα πολεμάμε.
Κάθε μέρα.
Χωρίς στρατηγική.
Με λάθος στόχο.

Είμαστε αυτοί.
Που δεν γνωρίσαμε ποτέ τη μυρωδιά που έχει το χώμα.
Που δεν νοιώσαμε το άγγιγμα της βροχής.
Που δεν ξαποστάσαμε κάτω από ένα δέντρο μέσα στο λιοπύρι.
Που δεν ξέρουμε τι γεύση έχει ο καρπός τη ροδιάς.
Αυτός  που ωρίμασε,
από τον δικό μας ιδρώτα.

Όλα αυτά είναι τόσο έξω από μας.
Μάθαμε στα έτοιμα.
Όλα στο χέρι.
Πιστέψαμε  ότι πάμε μπροστά.
Ότι εξελιχθήκαμε.
Αλλά συναισθηματικά είμαστε ακόμα πρωτόγονοι.

Και συνεχίζουμε απτόητοι
να αναζητάμε την ψυχή μας
σε όλα αυτά τα άψυχα.
Στα τηλεκοντρόλ και στα βύσματα.
Στα λάπτοπ  και στους αποκωδικοποιητές.
Κι έτσι είναι τα χαμόγελά μας πια, δυστυχώς.

Μηχανικά.
Κι αποκωδικοποιημένα.


Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Καθρέφτης

Είσαι ένας γυάλινος καθρέφτης
που όταν μέσα του κοιτάζεις
βλέπεις στα μάτια σου εσένα
και τρομάζεις

Ο αυστηρότερος κριτής σου
σε κάνει πάντα να δακρύζεις
νομίζεις ότι σε μισεί
έτσι νομίζεις

Είναι εκείνος που σου λέει
ποτέ ξανά τα ίδια λάθη
και κάθε μέρα σε ρωτάει
τι έχεις μάθει

Μην τον φοβάσαι κοίταξε τον
και ψάξε μέσα του τις λύσεις   
έχει κρυμμένες να σου δώσει
απαντήσεις
                           
Άκου με πρόσεξε μην σπάσει
γιατί όταν θρύψαλα θα γίνει
τι θα σου μείνει να κοιτάζεις
τι θα μείνει

Χίλια στο πάτωμα κομμάτια
θα είναι τα εγώ σου σκορπισμένα
θα κοροϊδεύουν ότι μοιάζουνε
με σένα

Δεν θα ναι ίδιος και το ξέρεις
γυαλί γυαλί κι αν τον κολλήσεις
δεν θα σαι συ όσο πολύ
κι αν προσπαθήσεις

Για αυτό καλά να τον φυλάξεις
και να του λες τα μυστικά σου
πες του τα πάντα κι άνοιξε του
την καρδιά σου

Να σαι ο γυάλινος καθρέφτης
που όταν μέσα του κοιτάζεις
βλέπεις στα μάτια σου σε σένα
ότι μοιάζεις


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Μικρές χαμένες παρενθέσεις

Κι έπιασε κρύο.
Καιρός για δύο.
Έτσι λένε.
Nα βρεις κάποιον
να σπάσετε στα δύο την σιωπή.
Έτσι σου λένε.
Κι εσύ το μόνο που έχεις
είναι εσένα
κι έναν χάλια καιρό.
Και τι να κάνεις?
Τι μπορείς να κάνεις...

Είναι κάτι μέρες
που δεν βρίσκεις δύναμη.
Ούτε κουράγιο.
Κάθεσαι απλά στην καρέκλα σου.
Και σκέφτεσαι
Κρατάς εσένα σιωπηλός
Κι όλο σκέφτεσαι...

Κάτι φιλιά που έλιωσαν στο χρόνο.
Κάτι φίλους που χάθηκαν στο πουθενά.
Κάτι φωνές που έσβησαν στη σιωπή
Κάτι μέρες που δε γύρισαν ποτέ.
Κι έμεινες εσύ
Μέσα στο άδειο σπίτι σου
Μόνο εσύ
Κι ο χειμώνας.

Και τι να κάνεις?
Τι μπορείς να κάνεις?
Κι όλοι σου λένε βγές.
Τρέχα, γέλα, ξέχνα, χάσου.
Κι όλοι σου λένε ξύπνα.
Τρέξε, μίλα, προσπάθησε, ζήσε.
Μα είναι μόνο λόγια. Απλά λόγια...
Που χωρίς ψυχή και κουράγιο, ειν' ένα τίποτα.

Είναι κάτι μέρες που όλες οι λέξεις μοιάζουν λίγες
Είναι κάτι μέρες που όλες οι εικόνες είναι ασπρόμαυρες
Είναι κάτι μέρες που το μόνο που θες είναι να κουρνιάσεις στη γωνιά σου.
Είναι κάτι μέρες που θέλεις να περάσουν χωρίς να βγάλεις κουβέντα.
Χωρίς τηλέφωνα.
Χωρίς μηνύματα.
Χωρίς παρουσίες.
Χωρίς όρεξη.
Κι ας ξέρεις ότι είναι οι μέρες που δεν έζησες.
Οι μέρες που σε άφησαν πίσω τους.
Κι όλο ψάχνεις και ρωτάς.
Τι να φταίει?
Αυτή η πόλη, αυτός ο καιρός, αυτή η μέρα, εσύ?
Τι φταίει?

Πάντα εκεί γυρίζεις.
Στα ερωτηματικά σου.
Κι ας γνωρίζεις τις απαντήσεις από πριν.
Κι ας ξέρεις ότι η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από παρενθέσεις.
Σκόρπιες παρενθέσεις.
Καρφωμένες πάνω σ ένα μεγάλο συννεφιασμένο κείμενο.
Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο δύσκολα τις βρίσκεις.
Και γίνονται όλο πιο μικρές.
Τόσο μικρές.
Έτσι είναι όμως.
Αυτή είναι η ζωή τελικά.
Μικρές χαμένες παρενθέσεις.
Και πρέπει να μάθεις
Να μάθεις να ζεις μέσα τους.
Και να επιβιώνεις απ έξω...



Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Βουτιά στο βυθό

Κι έτσι ξαφνικά.
Ήρθε ξανά και χτύπησε την πόρτα σου.
Σαν παλιός γνωστός που έτσι απλά ήρθε να σε δει.
Σαν άγνωστος που διάλεξε την γωνιά σου για να ξαποστάσει.
Κι εσυ δεν ξέρεις.
Δεν γνωρίζεις πότε θα 'ρθει, αν θα 'ρθει και πόσο θα μείνει.
Ποτέ δεν θα είσαι έτοιμος.

Αλλα για αυτόν δεν έχει σημασία.
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει σημασία.
Γιατί αυτός θα επιλέξει.
Όχι εσύ.
Αυτός θα διαλέξει τον τόπο και τον χρόνο
Όχι εσύ.

Και τι σου μένει?
Σου μένει μόνο να καθίσεις εκεί απέναντι
και να ανοίξεις την πόρτα.
Εύκολα η δύσκολα στο τέλος θα το κάνεις.
Κι αναρωτιέσαι αν τελικά ήθελες να ρθει.
Και θα μπερδεύεσαι. 
Και θα αμφιβάλλεις.
Θα αμφιβάλλεις γιατι θυμάσαι.
Γιατί θυμάσαι...

Το πρώτο σου χαμόγελο που δεν έσβηνε το βράδυ στα μαξιλάρια
Το πρώτο σου άγγιγμα που 'μεινε ανεξίτηλο στα δάχτυλα.
Το πρώτο σου φιλί που έλιωσε στα μάγουλα.
Το πρώτο σου φτερούγισμα στα σύννεφα.
Όλα όσα πήρες μαζί σου στ όνειρο. 
Και φοβάσαι.
Φοβάσαι μην ξυπνήσεις.
Φοβάσαι πόσο πολύ πονάει να τα χάσεις όλα αυτά.
Και θέλεις να φωνάξεις...
Όχι ξανά. Όχι πάλι.
Γιατί δεν ξέρεις αν θα αντέξεις
ακόμα ένα ραντεβού με τους φόβους σου.

Η καρδιά σου όμως ξέρει να πνίγει τις κραυγές.
Ξέρει να σου αδειάζει το μυαλό.
Κι εσύ θα 'σαι απλά μια φωνή.
Μια αδύναμη φωνή.
Ένας ψίθυρος προς την σιωπή.

Το μόνο που ξέρεις είναι
ότι το αντίτιμο της αδιαφορίας είναι η απάθεια.
Και το αντίτιμο της ευτυχίας ο πόνος.
Και τι να διαλέξεις άραγε?
Το τίποτα απ το τίποτα?
Η την κορυφή απ τον βυθό?

Κι αποφασίζεις.
Βουτάς εκεί μέσα πάλι.
Στο βυθό για να πιάσεις την κορυφή.
Γιατί ξέρεις.
Ότι τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς ρίσκο.
Άλλωστε βαρέθηκες.
Παρέα με τον καθρέφτη σου τόσον καιρό
να κοιτάζεστε στα μάτια.
Εσυ στα δικά του τα ψεύτικα
κι αυτός στα αληθινά σου.
Τι όμορφο άλλοθι.
Έλα λοιπόν έρωτα.
Καλωσόρισες.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Κλικ

Τέσσερις το πρωί.
Ο ύπνος πάλι δεν έρχεται και τι να κάνεις.
Κάθεσαι στον υπολογιστή σου και χώνεσαι ανάμεσα σε παλιά αρχεία, 

κείμενα και φωτογραφίες.
Και κολλάς. Κολλάς εκεί όπως συνήθως. Στις φωτογραφίες.
Όλη η ζωή σου σε ένα φάκελο.
Και ανοίγεις και βλέπεις.
Και ψάχνεις και γελάς και θυμάσαι και νοσταλγείς κι αναθεωρείς.
Παλιές αγάπες, η φάτσα σου παιδί, χαμένοι φίλοι.
Όλα τόσο συμπυκνωμένα.
Ένα κλικ στην επόμενη κι αμέσως το μυαλό σου πλημμυρίζει συναισθήματα.
Συναισθήματα και γιατί.
Τόσα χαμόγελα, τόσα αστεία. Τόση αγάπη. Που πήγαν?
Θέλεις κι άλλα. Ανοίγεις ένα νέο φάκελο.
Κι όσο πηγαίνεις προς τα πίσω τόσο ζητάς περισσότερα.
Η Μαρία, ο Βασίλης, η Έλενα, Ο Χρίστος, η Σοφία, ο Αλέξανδρος.
Όλοι μαζί. Τόσο δίπλα και τόσο μακρυά. Ένα δευτερόλεπτο και μια δεκαετία. 

Όλα ένα κλικ.
Και μοιάζουν όλοι τους τόσο αληθινοί.
Τα μάτια τους, τα ρούχα τους, το χαμόγελό τους.
Όλα τόσο χρωματιστά και τόσο ασπρόμαυρα.
Και τόσο σιωπηλά. Κουβέντα δεν παίρνεις.
Αλλά δεν πειράζει. Τι να τα κάνεις τα λόγια.
Μόνο υποσχέσεις σου χουν αφήσει κι ασυνέπειες.
Οι φωτογραφίες όμως σχεδόν ποτέ.
Κάθονται εκεί απέναντι να σου λένε με χίλιες λέξεις τις αλήθειες σου.
Μόνος μαζί τους στο δωμάτιο να τις κοιτάς. 

Να πολεμάς τις στιγμές σου.
Κι έχεις την αίσθηση ότι είναι όλοι εδώ δίπλα.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Τους ακούς όλους να μιλούν, να φωνάζουν, να γελάνε.
Και θυμάσαι μόνο τα όμορφα.
Δεν μπορείς να κρατήσεις κακία σε μια φωτογραφία.
Ούτε σ αυτούς που είναι μέσα.
Είναι τόσες στιγμές τραβηγμένες τυχαία μαζί αλλά δεμένες τόσο όμορφα.
Και την ομορφιά τους την βλέπεις μόνο εσύ.
Γιατί μόνο εσύ ξέρεις τα μυστικά που κρύβονται από πίσω.
Μόνο εσύ ξέρεις τις κρυφές τους ιστορίες.
Την βραδιά της Τσικνοπέμπτης, την εκδρομή στη Δράμα, το πάρτι των γενεθλίων σου.
Είναι η δική σου ιστορία.
Το δικό σου soundrack, που ναί.
Μπορεί να μοιάζει τόσο μικρό μπροστά στις απέραντες μελωδίες του χρόνου,
όμως είναι δικό σου.
Και μόνο δικό σου.
Τα τσιγάρα τελειώνουν.
Ένα τελευταίο άλμπουμ.
Μια τελευταία δόση από τη ζωή σου.
Να ψάχνεις να βρεις γιατί σε τρομάζει το παρόν σου και να βουτάς στο χτες.
Μήπως βρεις το μυστικό.
Μήπως το άφησες κάπου εκεί πίσω κάπου χωμένο ανάμεσα στα κίτρινα φόλντερ
Πόσο ωραία θα ταν να μπορούσες να βουτήξεις μέσα σε ένα από αυτά.
Η έστω σε μία μόνο φωτογραφία.
Να ξαναζήσεις ότι σ έκανε να νιώθεις υπέροχα.
Δεν γίνεται όμως και το ξέρεις.
Δεν μπορείς να διαλέξεις χρόνια.
Δεν μπορείς να διαλέξεις στιγμές.
Όμως μπορείς να κάνεις κάτι άλλο.
Μπορείς να ψάξεις για καινούργιες.
Όσες γίνεται.
Όσες η ζωή και η τύχη σου ορίσουν.
Μια νέα μέρα αρχίζει σήμερα.
Κι είναι γεμάτη κλικ.
Καλημέρα.



Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Συρτάρια

Σου είπαν ότι η ζωή σου είναι γραμμένη σ ένα μικρό κομμάτι χαρτί.
Κρυμμένο κάπου σ ένα συρτάρι.
Κι εσύ τσιμπάς
Κι όλο προσπαθείς κι όλο θέλεις κι όλο ψάχνεις
Που να ναι.
Που να ναι?
Πίσω από έναν άσο μπαστούνι, δίπλα στον Ωρίωνα ή στον πάτο ενός βαρύ γλυκού?
Κι όλο σπαταλάς χρόνο
και κουράγιο αρκετό.
Και είναι αμέτρητα τα συρτάρια.
Και τα κλειδιά σου να κάνουν πως ταιριάζουν.
Κι απ τη μια να χαμογελάς.
Κι απ την άλλη να απελπίζεσαι.
Γιατί?
Τι το θες να το διαβάσεις?
Τι το θες αυτό το ρημάδι το χαρτί?
Ξέρεις...
Οι πιθανότητες να χαρείς και να απογοητευτείς είναι ίδιες.
Ίδιες ακριβώς με αυτές που θα έχεις,
αν αφήσεις τα πράγματα στην τύχη τους
Μην το πιέζεις και μην το κουράζεις.
Θα κουραστεί αυτό θα το δεις
και θα σου δώσει τελικά εκείνο που αναζητάς.
Υπομονή χρειάζεται.
Τα περισσότερα άσχημα στη ζωή συμβαίνουν λόγω της ανυπομονησίας...


Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Πόθος με πάθος

Έτσι λοιπόν με χτύπησε χωρίς να καταλάβω.
σαν πυρετός που ανέβαινε, μέρα με την ημέρα
κι εσύ δεν που δεν τον γνώριζες, ιδέα που δεν είχες
με κοίταζες και μου λεγες, γελώντας, καλημέρα.

Να φύγει παρακάλαγα, μα κάθε βράδυ ερχόταν
τα λόγια και τον ύπνο μου, αθόρυβα να κλέβει
να κάθεται αμίλητος, ψυχρός εκεί στο πλάι
και ζήταγε στου κρεβατιού, το σύννεφο ν ανέβει.

Αχόρταγα κατάπινε, της λογικής τις σάρκες
κι ήταν μονάχα η αρχή, που οδηγεί στο τέλος 
μικρό σημάδι στο κορμί, ο πόθος αν χαράζει
ήρθε του πάθους κι άνοιξε, βαθιά πληγή το βέλος.

Έφτανε μία μαχαιριά να μετρηθούν οι λέξεις
μιά στην καρδιά και γίνηκαν τα θέλω μου λαχτάρα
ξεψύχησε η αλήθεια μου στην αγκαλιά του φόβου
κι οι ευχές μου όλες στο λεπτό, βουλιάξαν στην κατάρα.
.

Και μένω εδώ ανίκανος, στου χτες μου τον καθρέφτη
τα μάτια σου κάθε πρωί, τα μαύρα να κοιτάζω
ποιος είμαι πια το ξέχασα, να κάνω τι δεν ξέρω
και τ όνομα σου απέναντι, στο τζάμι κομματιάζω.