Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Μικρές χαμένες παρενθέσεις

Κι έπιασε κρύο.
Καιρός για δύο.
Έτσι λένε.
Nα βρεις κάποιον
να σπάσετε στα δύο την σιωπή.
Έτσι σου λένε.
Κι εσύ το μόνο που έχεις
είναι εσένα
κι έναν χάλια καιρό.
Και τι να κάνεις?
Τι μπορείς να κάνεις...

Είναι κάτι μέρες
που δεν βρίσκεις δύναμη.
Ούτε κουράγιο.
Κάθεσαι απλά στην καρέκλα σου.
Και σκέφτεσαι
Κρατάς εσένα σιωπηλός
Κι όλο σκέφτεσαι...

Κάτι φιλιά που έλιωσαν στο χρόνο.
Κάτι φίλους που χάθηκαν στο πουθενά.
Κάτι φωνές που έσβησαν στη σιωπή
Κάτι μέρες που δε γύρισαν ποτέ.
Κι έμεινες εσύ
Μέσα στο άδειο σπίτι σου
Μόνο εσύ
Κι ο χειμώνας.

Και τι να κάνεις?
Τι μπορείς να κάνεις?
Κι όλοι σου λένε βγές.
Τρέχα, γέλα, ξέχνα, χάσου.
Κι όλοι σου λένε ξύπνα.
Τρέξε, μίλα, προσπάθησε, ζήσε.
Μα είναι μόνο λόγια. Απλά λόγια...
Που χωρίς ψυχή και κουράγιο, ειν' ένα τίποτα.

Είναι κάτι μέρες που όλες οι λέξεις μοιάζουν λίγες
Είναι κάτι μέρες που όλες οι εικόνες είναι ασπρόμαυρες
Είναι κάτι μέρες που το μόνο που θες είναι να κουρνιάσεις στη γωνιά σου.
Είναι κάτι μέρες που θέλεις να περάσουν χωρίς να βγάλεις κουβέντα.
Χωρίς τηλέφωνα.
Χωρίς μηνύματα.
Χωρίς παρουσίες.
Χωρίς όρεξη.
Κι ας ξέρεις ότι είναι οι μέρες που δεν έζησες.
Οι μέρες που σε άφησαν πίσω τους.
Κι όλο ψάχνεις και ρωτάς.
Τι να φταίει?
Αυτή η πόλη, αυτός ο καιρός, αυτή η μέρα, εσύ?
Τι φταίει?

Πάντα εκεί γυρίζεις.
Στα ερωτηματικά σου.
Κι ας γνωρίζεις τις απαντήσεις από πριν.
Κι ας ξέρεις ότι η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από παρενθέσεις.
Σκόρπιες παρενθέσεις.
Καρφωμένες πάνω σ ένα μεγάλο συννεφιασμένο κείμενο.
Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο δύσκολα τις βρίσκεις.
Και γίνονται όλο πιο μικρές.
Τόσο μικρές.
Έτσι είναι όμως.
Αυτή είναι η ζωή τελικά.
Μικρές χαμένες παρενθέσεις.
Και πρέπει να μάθεις
Να μάθεις να ζεις μέσα τους.
Και να επιβιώνεις απ έξω...



Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Βουτιά στο βυθό

Κι έτσι ξαφνικά.
Ήρθε ξανά και χτύπησε την πόρτα σου.
Σαν παλιός γνωστός που έτσι απλά ήρθε να σε δει.
Σαν άγνωστος που διάλεξε την γωνιά σου για να ξαποστάσει.
Κι εσυ δεν ξέρεις.
Δεν γνωρίζεις πότε θα 'ρθει, αν θα 'ρθει και πόσο θα μείνει.
Ποτέ δεν θα είσαι έτοιμος.

Αλλα για αυτόν δεν έχει σημασία.
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει σημασία.
Γιατί αυτός θα επιλέξει.
Όχι εσύ.
Αυτός θα διαλέξει τον τόπο και τον χρόνο
Όχι εσύ.

Και τι σου μένει?
Σου μένει μόνο να καθίσεις εκεί απέναντι
και να ανοίξεις την πόρτα.
Εύκολα η δύσκολα στο τέλος θα το κάνεις.
Κι αναρωτιέσαι αν τελικά ήθελες να ρθει.
Και θα μπερδεύεσαι. 
Και θα αμφιβάλλεις.
Θα αμφιβάλλεις γιατι θυμάσαι.
Γιατί θυμάσαι...

Το πρώτο σου χαμόγελο που δεν έσβηνε το βράδυ στα μαξιλάρια
Το πρώτο σου άγγιγμα που 'μεινε ανεξίτηλο στα δάχτυλα.
Το πρώτο σου φιλί που έλιωσε στα μάγουλα.
Το πρώτο σου φτερούγισμα στα σύννεφα.
Όλα όσα πήρες μαζί σου στ όνειρο. 
Και φοβάσαι.
Φοβάσαι μην ξυπνήσεις.
Φοβάσαι πόσο πολύ πονάει να τα χάσεις όλα αυτά.
Και θέλεις να φωνάξεις...
Όχι ξανά. Όχι πάλι.
Γιατί δεν ξέρεις αν θα αντέξεις
ακόμα ένα ραντεβού με τους φόβους σου.

Η καρδιά σου όμως ξέρει να πνίγει τις κραυγές.
Ξέρει να σου αδειάζει το μυαλό.
Κι εσύ θα 'σαι απλά μια φωνή.
Μια αδύναμη φωνή.
Ένας ψίθυρος προς την σιωπή.

Το μόνο που ξέρεις είναι
ότι το αντίτιμο της αδιαφορίας είναι η απάθεια.
Και το αντίτιμο της ευτυχίας ο πόνος.
Και τι να διαλέξεις άραγε?
Το τίποτα απ το τίποτα?
Η την κορυφή απ τον βυθό?

Κι αποφασίζεις.
Βουτάς εκεί μέσα πάλι.
Στο βυθό για να πιάσεις την κορυφή.
Γιατί ξέρεις.
Ότι τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς ρίσκο.
Άλλωστε βαρέθηκες.
Παρέα με τον καθρέφτη σου τόσον καιρό
να κοιτάζεστε στα μάτια.
Εσυ στα δικά του τα ψεύτικα
κι αυτός στα αληθινά σου.
Τι όμορφο άλλοθι.
Έλα λοιπόν έρωτα.
Καλωσόρισες.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Κλικ

Τέσσερις το πρωί.
Ο ύπνος πάλι δεν έρχεται και τι να κάνεις.
Κάθεσαι στον υπολογιστή σου και χώνεσαι ανάμεσα σε παλιά αρχεία, 

κείμενα και φωτογραφίες.
Και κολλάς. Κολλάς εκεί όπως συνήθως. Στις φωτογραφίες.
Όλη η ζωή σου σε ένα φάκελο.
Και ανοίγεις και βλέπεις.
Και ψάχνεις και γελάς και θυμάσαι και νοσταλγείς κι αναθεωρείς.
Παλιές αγάπες, η φάτσα σου παιδί, χαμένοι φίλοι.
Όλα τόσο συμπυκνωμένα.
Ένα κλικ στην επόμενη κι αμέσως το μυαλό σου πλημμυρίζει συναισθήματα.
Συναισθήματα και γιατί.
Τόσα χαμόγελα, τόσα αστεία. Τόση αγάπη. Που πήγαν?
Θέλεις κι άλλα. Ανοίγεις ένα νέο φάκελο.
Κι όσο πηγαίνεις προς τα πίσω τόσο ζητάς περισσότερα.
Η Μαρία, ο Βασίλης, η Έλενα, Ο Χρίστος, η Σοφία, ο Αλέξανδρος.
Όλοι μαζί. Τόσο δίπλα και τόσο μακρυά. Ένα δευτερόλεπτο και μια δεκαετία. 

Όλα ένα κλικ.
Και μοιάζουν όλοι τους τόσο αληθινοί.
Τα μάτια τους, τα ρούχα τους, το χαμόγελό τους.
Όλα τόσο χρωματιστά και τόσο ασπρόμαυρα.
Και τόσο σιωπηλά. Κουβέντα δεν παίρνεις.
Αλλά δεν πειράζει. Τι να τα κάνεις τα λόγια.
Μόνο υποσχέσεις σου χουν αφήσει κι ασυνέπειες.
Οι φωτογραφίες όμως σχεδόν ποτέ.
Κάθονται εκεί απέναντι να σου λένε με χίλιες λέξεις τις αλήθειες σου.
Μόνος μαζί τους στο δωμάτιο να τις κοιτάς. 

Να πολεμάς τις στιγμές σου.
Κι έχεις την αίσθηση ότι είναι όλοι εδώ δίπλα.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Τους ακούς όλους να μιλούν, να φωνάζουν, να γελάνε.
Και θυμάσαι μόνο τα όμορφα.
Δεν μπορείς να κρατήσεις κακία σε μια φωτογραφία.
Ούτε σ αυτούς που είναι μέσα.
Είναι τόσες στιγμές τραβηγμένες τυχαία μαζί αλλά δεμένες τόσο όμορφα.
Και την ομορφιά τους την βλέπεις μόνο εσύ.
Γιατί μόνο εσύ ξέρεις τα μυστικά που κρύβονται από πίσω.
Μόνο εσύ ξέρεις τις κρυφές τους ιστορίες.
Την βραδιά της Τσικνοπέμπτης, την εκδρομή στη Δράμα, το πάρτι των γενεθλίων σου.
Είναι η δική σου ιστορία.
Το δικό σου soundrack, που ναί.
Μπορεί να μοιάζει τόσο μικρό μπροστά στις απέραντες μελωδίες του χρόνου,
όμως είναι δικό σου.
Και μόνο δικό σου.
Τα τσιγάρα τελειώνουν.
Ένα τελευταίο άλμπουμ.
Μια τελευταία δόση από τη ζωή σου.
Να ψάχνεις να βρεις γιατί σε τρομάζει το παρόν σου και να βουτάς στο χτες.
Μήπως βρεις το μυστικό.
Μήπως το άφησες κάπου εκεί πίσω κάπου χωμένο ανάμεσα στα κίτρινα φόλντερ
Πόσο ωραία θα ταν να μπορούσες να βουτήξεις μέσα σε ένα από αυτά.
Η έστω σε μία μόνο φωτογραφία.
Να ξαναζήσεις ότι σ έκανε να νιώθεις υπέροχα.
Δεν γίνεται όμως και το ξέρεις.
Δεν μπορείς να διαλέξεις χρόνια.
Δεν μπορείς να διαλέξεις στιγμές.
Όμως μπορείς να κάνεις κάτι άλλο.
Μπορείς να ψάξεις για καινούργιες.
Όσες γίνεται.
Όσες η ζωή και η τύχη σου ορίσουν.
Μια νέα μέρα αρχίζει σήμερα.
Κι είναι γεμάτη κλικ.
Καλημέρα.



Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Συρτάρια

Σου είπαν ότι η ζωή σου είναι γραμμένη σ ένα μικρό κομμάτι χαρτί.
Κρυμμένο κάπου σ ένα συρτάρι.
Κι εσύ τσιμπάς
Κι όλο προσπαθείς κι όλο θέλεις κι όλο ψάχνεις
Που να ναι.
Που να ναι?
Πίσω από έναν άσο μπαστούνι, δίπλα στον Ωρίωνα ή στον πάτο ενός βαρύ γλυκού?
Κι όλο σπαταλάς χρόνο
και κουράγιο αρκετό.
Και είναι αμέτρητα τα συρτάρια.
Και τα κλειδιά σου να κάνουν πως ταιριάζουν.
Κι απ τη μια να χαμογελάς.
Κι απ την άλλη να απελπίζεσαι.
Γιατί?
Τι το θες να το διαβάσεις?
Τι το θες αυτό το ρημάδι το χαρτί?
Ξέρεις...
Οι πιθανότητες να χαρείς και να απογοητευτείς είναι ίδιες.
Ίδιες ακριβώς με αυτές που θα έχεις,
αν αφήσεις τα πράγματα στην τύχη τους
Μην το πιέζεις και μην το κουράζεις.
Θα κουραστεί αυτό θα το δεις
και θα σου δώσει τελικά εκείνο που αναζητάς.
Υπομονή χρειάζεται.
Τα περισσότερα άσχημα στη ζωή συμβαίνουν λόγω της ανυπομονησίας...


Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Πόθος με πάθος

Έτσι λοιπόν με χτύπησε χωρίς να καταλάβω.
σαν πυρετός που ανέβαινε, μέρα με την ημέρα
κι εσύ δεν που δεν τον γνώριζες, ιδέα που δεν είχες
με κοίταζες και μου λεγες, γελώντας, καλημέρα.

Να φύγει παρακάλαγα, μα κάθε βράδυ ερχόταν
τα λόγια και τον ύπνο μου, αθόρυβα να κλέβει
να κάθεται αμίλητος, ψυχρός εκεί στο πλάι
και ζήταγε στου κρεβατιού, το σύννεφο ν ανέβει.

Αχόρταγα κατάπινε, της λογικής τις σάρκες
κι ήταν μονάχα η αρχή, που οδηγεί στο τέλος 
μικρό σημάδι στο κορμί, ο πόθος αν χαράζει
ήρθε του πάθους κι άνοιξε, βαθιά πληγή το βέλος.

Έφτανε μία μαχαιριά να μετρηθούν οι λέξεις
μιά στην καρδιά και γίνηκαν τα θέλω μου λαχτάρα
ξεψύχησε η αλήθεια μου στην αγκαλιά του φόβου
κι οι ευχές μου όλες στο λεπτό, βουλιάξαν στην κατάρα.
.

Και μένω εδώ ανίκανος, στου χτες μου τον καθρέφτη
τα μάτια σου κάθε πρωί, τα μαύρα να κοιτάζω
ποιος είμαι πια το ξέχασα, να κάνω τι δεν ξέρω
και τ όνομα σου απέναντι, στο τζάμι κομματιάζω.


Το παρελθόν μου

Βρέχει τη σκέψη μου στο δάκρυ         
Πετάει το είναι μου στη άκρη             
Κλέβει της μοίρας μου τ αστέρια
Δένει σφιχτά τα δυο μου χέρια
Μες το ποτό μου αφήνει στάχτη
Και στις πληγές μου ρίχνει αλάτι
Πνίγει στο ίσως τις ευχές μου       
Κοιμάται με τις ενοχές μου
Καίει της ελπίδας μου το χάρτη        
Κρεμάει το γέλιο απ το κατάρτι
Στα στεγανά μου είν’ το ρήγμα
Πάνω στο σώμα μου το στίγμα

Του χρόνου πλήγμα

Όμως θα μένει όλο δικό μου
Η μόνη αλήθεια αυτού του κόσμου
Αυτό που θά ‘χω πάντα επ’ ώμου
Μέχρι το τέρμα αυτού του δρόμου

Το παρελθόν μου

Απουσία

Κι είμαστε ακόμα εδώ λοιπόν
Οι ώρες περνούν οι μέρες φεύγουν τα βράδια χάνονται
Γράψε μου σήμερα, σου γράφω σήμερα.
Αύριο ίσως να μην μπορούμε να λυπόμαστε.
Σκέφτομαι.
Σκέφτομαι τόσες μέρες πως δεν γέμισαν, τόση ομορφιά τόση ζωή.
Πως μου ξέφυγαν.
Ψάχνω να βρω κάτι, έναν σκοπό, ένα ιδανικό.
Πες μου πως εσύ το 'χεις βρει.
Μακάρι να χα κάτι να αγαπώ, ή να μισώ. 
Όλα περνάνε κι απ τα δύο.
Προσπαθώ.
Προσπαθώ να βρω κάτι σταθερό. Μάταια.
Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μην κάνω τίποτα.
Έμαθα.
Έμαθα να αγαπώ ότι έχω χάσει.
Θα κάνω μια άρρωστη απόπειρα να βρω μια αστραπή χαράς.
Θέλω πιο πολλά.
Πιο πολλά όμως...
Θέλω να σου γράψω παντοτινή μου φίλη, κορίτσι τρομαγμένο.
Πρέπει να σου γράψω όμως το λυχνάρι της νύχτας μου το χουν σβήσει.
Κρίμα, κι ήθελα τόσα πολλά απόψε να σου πω.
Δεν με νοιάζει όμως θα γράψω στο σκοτάδι.
Ίσως το πρωί να το 'χω μετανοιώσει.
Αλλά το θέλω.
Το θέλω τόσο πολύ τώρα που δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο.
Μπορεί αύριο να μην υπάρχω για να μπορώ να μετανιώνω...
Βυθίζομαι εδώ σε έναν ύπνο μοιραίο χωρίς όρεξη να υπάρξω.
Πες μου.
Πες μου ότι εσύ ζεις, ότι υπάρχεις. Να ζηλέψω, να προσπαθήσω.
Κινδυνεύω εδώ σε ένα μέρος που δεν ξέρω και σε κάποιες μέρες που παραμονεύουν.
Φοβάμαι.
Φοβάμαι μοναχός το σκοτάδι και κάνω θόρυβο.
Γυρεύω κάποιον. Εμένα. Εσένα. Που είσαι, που είσαι.
Βλέπω τα μάτια σου τη νύχτα μοναδική παρέα, που χάνονται όμως το ξημέρωμα.
Όλα τελειώνουν και πάλι από την αρχή. Είμαι. Θέλω.
Στιγμές έξω από τον ύπνο μου ανάβει το πάθος για τη γέννηση μου.
Ξέρεις πως εγώ δεν γεννήθηκα ακόμα κι ας λέω πως έζησα τόση ζωή.
Περιφέρομαι μέσα σε πλέγματα.
Ο κόσμος με βλέπει, με ονομάζει με αγγίζει.
Ακούει τη φωνή μου.
Δεν γνωρίζει τη μυστική μου απουσία.
Κάπου κοντά όμως θα δώσω το παρόν.
Κάθε πρωί πασχίζω να βρω το φως, μια μορφή αγαπημένη.
Σιγά σιγά περνάω προς την έξοδο.
Θα βγω και να ξέρεις πως όποιοι μας αγάπησαν θα είναι οι αγαπημένοι.



Όλα είναι ένα παιχνίδι τελικά

Όλα είναι ένα παιχνίδι τελικά
που κάθε φορά ξεκινά από την αρχή.
Πότε είσαι αυτός που το κερδίζει
και πότε είσαι αυτός που το χάνει.
Όλοι θέλουμε να κερδίζουμε
αλλά τελικά δεν ξέρουμε ποσά χάνουμε μέσα από τις νίκες μας.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Άλμπουμ

Μια Κυριακή το είδα τυχαία.
Πάνω σ ένα σκονισμένο ράφι στεκόταν
Αμίλητο για χρόνια
Κι έτσι απλά
άπλωσα το χέρι μου και το κατέβασα
Ξέρεις. Εκείνο το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες μας.
Πόσος καιρός είχε περάσει.
Άνοιξε σχεδόν μόνο του λες κι ήθελε από καιρό να ανασάνει
Η πρώτη σελίδα του χτύπησε πάνω μου δυνατά.
Κι ύστερα η δεύτερη και η τρίτη...
Και κάθε φύλλο να πέφτει όλο και πιο βαριά
στα χέρια μου, στα μάτια και στην καρδιά.
Φωτογραφία και φιλί, φλάς και χαμόγελο
Όλο και πιο ζωντανό, όλο και πιο αληθινό
Πόσο έχει εδώ μέσα τέλος πάντων!
Είχα ξεχάσει το πόσο όμορφη ήσουν
κι εγώ το πόσο ευτυχισμένος.
Γελάνε τα μάτια μου
Κι εσύ γελάς σε βλέπω
Να... κι άλλο χαμόγελο

Σ ακούω
Όλο και περισσότερο
Και υπάρχεις
όλο και πιο πολύ
Γέμισε το δωμάτιο
Κι εγώ
βρέθηκα να κάθομαι σε μια γωνία του
Όλο και πιο άδειος
Το άφησα γρήγορα πίσω, εκεί στη θέση του
Εκεί που ήταν τόσο καιρό και δεν πείραξε κανέναν
Δεν έχει σημασία όμως
Κάποια πράγματα ενοχλούν μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν
ή υπήρξαν
Γύρισα στο κρεβάτι και ξάπλωσα
να περιμένω τον ύπνο να ρθει.
Κλείνω τα μάτια.
Πέντε η ώρα.
Σκέφτομαι.
γιατί να γίνουν όλα έτσι.
Θυμήθηκα που μου είπες ότι ίσως είναι για καλό.
Κι εγώ συμφώνησα.
Δεν ξέρω γιατί.
Ίσως για να έχω κι εγώ ένα άλλοθι
για να φύγω...


Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Αγκαλιά

Είναι κάτι στιγμές που σου λείπει τόσο μια αγκαλιά.
Μια αγκαλιά που θέλεις να χαθείς μέσα της.
Να σε χωρέσει ολόκληρο.
Μια αγκαλιά τόσο ξεχωριστά φτιαγμένη.
Μονό για σένα.
Τίποτα άλλο να μην θες, μονό να μην φύγεις από μέσα της.
Κι εκεί να μείνεις.
Ακίνητος και ανίκητος, να σταματήσει ο χρόνος.
Να σε ξεχάσει εκεί ο Θεός.
Αυτό το σώμα να θες κολλημένο πάνω σου,  να σε ρουφήξει.
Να γίνει ένα με σένα.
Μια αγκαλιά που να καταθέσεις την ψυχή σου μέσα της.
Να ταξιδέψεις στη γαληνή της.
Χωρίς λόγια.
Να φαίνονται όλα τόσο περιττά
Να μοιάζει λαμπερός ήλιος στα σκοτάδια σου.
Τόσο ζεστή να είναι, να λιώσει τον πάγο στα όνειρα σου.
Ανήμπορος μέσα της να πέσεις, σαν μωρό.
Να μπορεί αν ήθελε να σε κάνει ότι θέλει.
Να σε πετάξει στους γκρεμούς της μοναξιάς  η στους ουρανούς της αγάπης.
Έτσι να είναι. Τόσο γεμάτη. Σαν μητέρα.
Να ακουμπήσεις το πρόσωπο σου πάνω στον ώμο της και να το κλειδώσεις εκεί.
Να σου χαϊδέψει τα μαλλιά.
Έτσι με ένα χάδι να σου διώξει το παράπονο.
Να σε φροντίσει.
Και να τη βρίσκεις πάντα εκεί.
Όταν τα φτερά σου είναι σπασμένα.
Σκορπισμένα παντού τριγύρω, στον ανηφορικό σου δρόμο της απογοήτευσης.